κανναβάτσο,
το, ουσ.
[<ιταλ. canavaccio], το καναβάτσο· (στη γλώσσα της πυγμαχίας) το δάπεδο του
ρινγκ·
- πέφτω
στο κανναβάτσο, εγκαταλείπω έναν αγώνα, μια προσπάθεια, νικιέμαι: «κάποια
στιγμή δεν άντεξα άλλο κι έπεσα στο κανναβάτσο»·
- τον
έριξε στο κανναβάτσο, βλ. φρ. τον πέταξε στο κανναβάτσο·
- τον
πέταξε στο κανναβάτσο, (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τον έθεσε εκτός μάχης,
τον εξουδετέρωσε, τον νίκησε: «με την πρώτη γροθιά που του ’δωσε, τον πέταξε
στο κανναβάτσο || μόλις ο άλλος έβγαλε μάτσα τα εκατόευρω απ’ την τσάντα του,
τον πέταξε στο κανναβάτσο τον δικό σου»·
- τον
στριμώχνω στο κανναβάτσο, τον πιέζω πολύ έντονα: «αν δεν τον στρίμωχνα στο
κανναβάτσο, δε θα ’παιρνα πίσω τα λεφτά μου».